ιξοποιώ

From LSJ
Revision as of 10:02, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

ἰξοποιῶ, -έω (Α)
κάνω κάτι ιξώδες, κολλώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. ικανο-ποιώ, μορφο-ποιώ].