εύσους

From LSJ
Revision as of 09:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

εὔσους, -ουν και εὔσοος, -ον (Α)
ασφαλής, ευτυχισμένος («εὔσοα τέκνα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σους (< -σοος < σώος), πρβλ. λαο-σόος, πολι-σόος.