Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
εὔσους, -ουν και εὔσοος, -ον (Α)
ασφαλής, ευτυχισμένος («εὔσοα τέκνα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σους (< -σοος < σώος), πρβλ. λαο-σόος, πολι-σόος.