Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
εὔσους, -ουν και εὔσοος, -ον (Α)
ασφαλής, ευτυχισμένος («εὔσοα τέκνα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σους (< -σοος < σώος), πρβλ. λαοσόος, πολισόος.