κιρσοτομώ

From LSJ
Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek Monolingual

κιρσοτομῶ, -έω (Α)
αφαιρώ τους κιρσούς με εγχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδρο-τομώ, φλεβο-τομώ].