κιρσοτομώ
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
κιρσοτομῶ, -έω (Α)
αφαιρώ τους κιρσούς με εγχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδρο-τομώ, φλεβο-τομώ].