κιρσοτομώ

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

κιρσοτομῶ, -έω (Α)
αφαιρώ τους κιρσούς με εγχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. δενδροτομώ, φλεβοτομώ].