κοιλιοφορώς

Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

κοιλιοφορῶς (Α)
επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κοιλιο-φόρος < κοιλ-ία + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανη-φόρος, τροπαιο-φόρος.