καρποζιζανιοφόρος

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek (Liddell-Scott)

καρποζιζανιοφόρος: οὗ ὁ καρπὸς εἶναι ζιζάνια, Ἀναστ. Σιν. 1073C.

Greek Monolingual

καρποζιζανιοφόρος, ὁ (Μ)
αυτός που παράγει ζιζάνια και όχι καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + ζιζάνιον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, αχθο-φόρος.