Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρποδότης

From LSJ
Revision as of 13:13, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

German (Pape)

[Seite 1328] ὁ, Fruchtgeber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καρποδότης: -ου, ὁ, ὁ δίδων καρπούς, ὁ γεωργὸς ἄνω βλέπων καὶ τὸν καρποδότην ἐπικαλούμενος Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 617D, ΙΙΙ. 1592Α.

Greek Monolingual

καρποδότης, ο θηλ. καρποδότειρα (AM)
αυτός που παρέχει καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -δότης < δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης, εργο-δότης.