ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
-α, -ικοαυτός που έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια κομμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χέρης (< χέρι), πρβλ. σφιχτο-χέρης, χρυσο-χέρης, ή υποχωρητ. < κοψοχερίζω].