-ο1. αυτός που εκχέει, που εκβάλλει κόπρανα2. φρ. «κοπροχόο συρίγγιο»ιατρ. συρίγγιο που επικοινωνεί με το έντερο, επιτρέποντας τη δίοδο κοπρανωδών υλών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -χόος (< χόος < χέω), πρβλ. οινο-χόος, υδρο-χόος.