κοπροχόος

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που εκχέει, που εκβάλλει κόπρανα
2. φρ. «κοπροχόο συρίγγιο»
ιατρ. συρίγγιο που επικοινωνεί με το έντερο, επιτρέποντας τη δίοδο κοπρανωδών υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -χόος (< χόος < χέω), πρβλ. οινοχόος, υδροχόος.