στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ο
επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τών κοραλλιών και τών κοραλλιογενών σχηματισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιο + -λόγος < λόγος < λέγω (πρβλ. γλωσσο-λόγος, μεταλλειο-λόγος)].