κοραλλιολόγος

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

ο
επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τών κοραλλιών και τών κοραλλιογενών σχηματισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιο + -λόγος < λόγος < λέγω (πρβλ. γλωσσο-λόγος, μεταλλειο-λόγος)].