κοχλιοτόμος

Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

και κοχλιοτομέας, ο
εργαλείο που διανοίγει εξωτερικά σπειρώματα, συνήθως ακριβείας, ελικοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. πτερυγο-τόμος, σπογγο-τόμος.