και κοχλιοτομέας, οεργαλείο που διανοίγει εξωτερικά σπειρώματα, συνήθως ακριβείας, ελικοτόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. πτερυγο-τόμος, σπογγο-τόμος.