τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
-α, -ικοαυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια, μακροπόδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -κάνης (< κανί «κνήμη»), πρβλ. στραβο-κάνης.