μετακιόνιο

From LSJ
Revision as of 09:33, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source

Greek Monolingual

το (Α μετακιόνιον)
το κενό διάστημα μεταξύ δύο κιόνων, το μεσόστυλο, το μεσοστύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κιόνιον (< κίων, κίονος), ακροκιόνιον.