μετακιόνιο

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek Monolingual

το (Α μετακιόνιον)
το κενό διάστημα μεταξύ δύο κιόνων, το μεσόστυλο, το μεσοστύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κιόνιον (< κίων, κίονος), πρβλ. ακροκιόνιον.

Translations

be: інтэркалумній; ca: intercolumni; de: Interkolumnium; en: intercolumniation; eo: interkolonaro; es: intercolumnio; eu: kolomarte; el: μεταστύλιο, μετακιόνιο; es: intercolumnio; grc: μεταστύλιον, μετακιόνιον; hr: interkolumnij; hy: ինտերկոլումնիում; it: intercolunnio, intercolumnio, intercolonnio; pl: międzysłupie; pt: intercolúnio; ru: интерколумний; sl: interkolumnij; sv: interkolumnium; uk: інтерколумній