μουσοτόκος
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
μουσοτόκος: ἡ, ἡ τὰς μούσας τεκοῦσα, μεταγεν.
μουσοτόκος, ἡ (Α)
μητέρα τών Μουσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος.