νυκτοβάτης

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοβάτης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ περιπατῶν τὴν νύκτα κοιμώμενος, μεταγεν.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ις και -ισσα (Α νυκτοβάτης και νυκτιβάτης και δωρ. τ. νυκτιβάτας)
αυτός που σηκώνεται και περπατά τη νύχτα, ενώ είναι κοιμισμένος, ο υπνοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνο-βάτης. Ο τ. νυκτιβάτης < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].