υπνοβάτης

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

ο, θηλ. υπνοβάτιδα και υπνοβάτισσα, η, Ν
αυτή που υπνοβατεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορειβάτης. Η λ., μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].