ξυλοθραύστης

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317

Greek Monolingual

ο
αυτός που σπάζει ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυο-θραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].