πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
ξιφοδότης, ὁ (Μ)αυτός που δίνει ξίφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο-δότης.