υδροπότης

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Greek Monolingual

ο / ὑδροπότης, ΝΜΑ, και δ. τ. ὑδροπώτης Α
αυτός που πίνει νερό ή αυτός που πίνει μόνο νερό
νεοελλ.
1. αυτός που πίνει μεγάλες ποσότητες νερού
2. ζωολ. γένος ελαφιών της ανατολικής Ασίας
αρχ.
μτφ. κωμικός χαρακτηρισμός δειλού ή ανόητου ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. οἰνο-πότης. Η λ. ως επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hydropotes].