χορδοστρόφος

From LSJ
Revision as of 15:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορδοστρόφος Medium diacritics: χορδοστρόφος Low diacritics: χορδοστρόφος Capitals: ΧΟΡΔΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: chordostróphos Transliteration B: chordostrophos Transliteration C: chordostrofos Beta Code: xordostro/fos

English (LSJ)

ὁ, A twister of strings, D.Chr.8.4, Ptol.Tetr.180 (misprinted χονδρο-, cf. Procl.Par.Ptol.250).

German (Pape)

[Seite 1365] Darmsaiten drehend, der Darmsaitendreher, Procl. paraphr. Ptolem.

Greek (Liddell-Scott)

χορδοστρόφος: ὁ, ὁ στρέφων, κλώθων χορδὰς, ὀργανοποιούς, χορευτάς, χορδοστρόφους Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 4, 4, σ. 250, Δίων Χρυσ. τ. 1, σ. 276.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. χορδοποιός
2. χορδιστής που ρυθμίζει τους βασικούς τόνους τών χορδών τών μουσικών οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -στρόφος (< στρέφω), πρβλ. νευρο-στρόφος.