τυποκλοπία

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

Greek Monolingual

η, Ν
λαθραία εκτύπωση ή ανατύπωση ξένου συγγράμματος ή τμήματός του για αθέμιτη κερδοσκοπία ή άλλους σκοπούς, κλεψιτυπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -κλοπία (< -κλόπος < κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο-κλοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].