σφαιροδρόμος

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek (Liddell-Scott)

σφαιροδρόμος: -ον, ὁ διατρέχων τὴν σφαῖραν (τοῦ οὐρανοῦ), Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. σ. 9, ἔκδ. Gaisf.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που διατρέχει την ουράνια σφαίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνο-δρόμος.