βλεφαρικός

From LSJ
Revision as of 07:49, 7 September 2021 by Spiros (talk | contribs)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλεφᾰρικός Medium diacritics: βλεφαρικός Low diacritics: βλεφαρικός Capitals: ΒΛΕΦΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: blepharikós Transliteration B: blepharikos Transliteration C: vlefarikos Beta Code: blefariko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for the eyelids, collyria Cael.Aur.TP4.2.17.

Greek (Liddell-Scott)

βλεφᾰρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τὰ βλέφαρα, Καίλ. Αὐρηλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
de o para los párpados de un colirio, Cael.Aur.TP 4.2.17.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βλεφαρικός, -ή, -όν) βλέφαρον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βλέφαρα.