κέρχνωμα

Revision as of 13:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

English (LSJ)

ατος, τό, in pl., A roughnesses, Hsch.; also, = τὰ κερχνωτά, Id. II = κέγχρωμα, Id.(pl.).

German (Pape)

[Seite 1426] τό, Trockenheit, Rauhigkeit, Heiserkeit, Hesych., dessen Erll. κύκλωμα aber auf κέγχρωμα geht.

Greek (Liddell-Scott)

κέρχνωμα: τό, ἐν τῷ πληθυντ., τραχύτητες· ὡσαύτως = τὰ κερχνωτά, Ἡσύχ. ΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. ὡσαύτως = κέγχρωμα.

Greek Monolingual

κέρχνωμα, τὸ (Α) κερχνώ
(κατά τον Ησύχ.) «κερχνώμασι
τραχύσμασι, κυκλώμασι, γαργαλισμοῑς καλοῦσι δὲ καὶ τὸν περὶ τὰς ἴτυς τῶν ἀσπίδων κόσμον καὶ ποτηρίων ἐπιχείλων».