κερχνώ

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source

Greek Monolingual

κερχνῶ, -όω (Α) κέρχνος (II)]
(κατά τον Ησύχ.) «κερχνῶσαι
καταστίξαι καὶ οἷον τραχῡναι».