γαλλικός
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
Full diacritics: γαλλικός | Medium diacritics: γαλλικός | Low diacritics: γαλλικός | Capitals: ΓΑΛΛΙΚΟΣ |
Transliteration A: gallikós | Transliteration B: gallikos | Transliteration C: gallikos | Beta Code: galliko/s |
ή, όν, perh. A gelded, POxy.1836 (v/vi A. D.).
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γαλλία
2. το θηλ. Γαλλική (και το ουδ. πληθ.) τα Γαλλικά ως ουσ.
η γαλλική γλώσσα.