κλαγγάνω

Revision as of 12:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

of birds, A scream, S.Fr.959.4; perh. of the lyre, twang, Id.Ichn.308.

Greek Monolingual

κλαγγάνω (Α) κλαγγή
1. (για πτηνά) κρώζωὅπου τις ὄρνις οὐχί κλαγγάνει», Σοφ.)
2. πιθ. αναδίδω οξύ ήχο.

Russian (Dvoretsky)

κλαγγάνω: (только praes.) кричать: ὅπου τις ὄρνις οὐχὶ κλαγγάνει Soph. где ни одна птица не кричит.