Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
P. and V. νεκρός, ὁ, σῶμα, τό (Dem. 1071), Ar. and V. νέκυς, ὁ, V. δέμας, τό.
fallen body: V. πτῶμα, τό (Eur., Phoenissae 1697), πέσημα, τό (ibid. 1701).