drunk
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. μεθύων (Eur., Cyclops), μεθυσθείς (Eur., Cyclops), Ar. μεθύση (only in fem.), V. οἰνῳθείς, ᾠνωμένος, κάτοινος, ὑπερπλησθεὶς μέθῃ, μέθῃ βρεχθείς, Ar. and V. πεπωκώς (Eur., Cyclops).
make drunk, v.: P. καταμεθύσκειν.
be drunk: P. and V. μεθύειν (Eur., Cyclops), μεθύσκεσθαι (Eur., Cyclops).