θηριάνθρωπος
From LSJ
ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven
English (LSJ)
ον, A beast-man, ἔθνος Hdn.Epim.76.
German (Pape)
[Seite 1209] ὁ, Thiermensch, Gramm.
Greek Monolingual
θηριάνθρωπος, -ον (Α)
αυτός που είναι θηρίο και άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + άνθρωπος].