οἱ
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
Greek (Liddell-Scott)
οἱ: γλουτoὶ νὰ ἐπερείδωνται ἐπὶ τῶν πτερνῶν, Ὀππ. Κυν. 3. 473· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Στράβ. 163, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ou dev. un enclit. οἵ;
plur. masc. de l’art. ὁ, ἡ, τό.
Greek Monotonic
οἱ: ονομ. πληθ. του αρσ. άρθρου ὁ· I.οἵ, ονομ. πληθ. της αναφορ. αντων. ὅς.
Russian (Dvoretsky)
οἱ: перед энкл. οἵ pl. к ὁ.