μοσχοκαρύδιον

From LSJ
Revision as of 15:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

German (Pape)

[Seite 209] τό, dim. zum Folgdn, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοκαρύδιον: τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ μοσχοκάρυδον, μεταγεν.

Greek Monolingual

μοσχοκαρύδιον, τὸ (Α)
το μοσχοκάρυδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυον + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. συκ-ύδιον)].