διαχώρημα

Revision as of 00:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A excrement, Hp.Aph.2.14, Str. 14.5.14, Aret.SA2.5, etc.

German (Pape)

[Seite 614] τό, das Durchgegangene, Stuhlgang, Medic. u. Strab. im plur.

Greek (Liddell-Scott)

διαχώρημα: τό, περίττωμα, κόπρος, Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· -οὕτω, διαχώρησις, εως, ἡ, ἀποπάτησις, ἐκκένωσις, αὐτόθι 1245, κτλ., Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 14, 15· -διαχωρητικός, ή, όν, εὔπεπτος, εὐκοίλιος, Ἱππ. Ἀέρ. 284, κτλ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 excremento, deposición Hp.Aph.2.14, Prorrh.2.23, Hum.4, Coac.590, Phylotim.6, Str.14.5.14, Aret.SA 2.5.2, Gal.5.772, Alex.Aphr.Pr.2.9.
2 sección, división de suelo, cubierto de mosaico Bull.Epigr.1968.478 (Sardes IV d.C.), cf. διάχωρον 1.

Greek Monolingual

διαχώρημα, το (Α)
αποπάτημα, περίττωμα, κόπρανο.

Russian (Dvoretsky)

διαχώρημα: ατος τό Luc. v. l. = διαχώρισμα.