εὔπεπτος
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
εὔπεπτον,
A easy of digestion, opp. δύσπεπτος, Hp.Acut.15 (Sup.), Arist.EN 1141b18, Gal.6.577 (Comp.):—Act., having a good digestion, Ruf. ap. Orib.8.47.7, Ath.Med. ap. Orib.9.5.6 (Comp.).
2 easy of coction, of a humour, Gal.1.280 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1087] gut, leicht zu verdauen, Arist. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 facile à digérer;
2 qui digère facilement.
Étymologie: εὖ, πέπτω.
Russian (Dvoretsky)
εὔπεπτος: удобоваримый (τροφή Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔπεπτος: -ον, εὐκολοχώνευτος, ἀντίθετον τῷ δύσπεπτος. Ἱππ. ἐν Διαίτ. Ὀξ. 385, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 7, κ. ἀλλ. 2) ἐνεργ., ἔχων καλὴν πέψιν, εὐκόλως χωνεύων, Med. Vett. σ. 227, 253, Matth.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔπεπτος, -ον) (για τροφές) χωνευτικός, ευκολοχώνευτος
αρχ.
1. αυτός που έχει καλή χώνευση, που χωνεύει εύκολα
2. (για χυμούς) αυτός που στίβεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πεπτος (< πέσσω «ωριμάζω, χωνεύω»), πρβλ. δύσπεπτος].
Greek Monotonic
εὔπεπτος: -ον (πέσσω), ευκολοχώνευτος, σε Αριστ.