διαχώρισμα

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχώρισμα Medium diacritics: διαχώρισμα Low diacritics: διαχώρισμα Capitals: ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΑ
Transliteration A: diachṓrisma Transliteration B: diachōrisma Transliteration C: diachorisma Beta Code: diaxw/risma

English (LSJ)

-ατος, τό, cleft, division, Luc.VH2.43.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 abertura, falla ἐν τῇ γῇ Luc.VH 2.43.
2 límite, separación Sch.D.P.10L., Sch.A.Pr.782.

German (Pape)

[Seite 614] τό, die Absonderung, Kluft, Luc. V. H. 2, 43.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
séparation, intervalle.
Étymologie: διαχωρίζω.

Russian (Dvoretsky)

διαχώρισμα: ατος τό расселина, трещина (ἐν τῇ γῇ ὑπὸ σεισμῶν γιγνόμενα διαχωρίσματα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

διαχώρισμα: τό, σχίσμα, διαίρεσις, Λουκ. Ἀλ. Ι. 2. 43.

Greek Monolingual

το (ΑΝ)
σχίσμα, διαίρεση
νεοελλ.
διάφραγμα, χώρισμα.

Greek Monotonic

διαχώρισμα: -ατος, τό, αποσπασμένο τμήμα, διαίρεση, διαμερισμός, σχίσμα, σε Λουκ.

Middle Liddell

διαχώρισμα, ατος, τό, n [from διαχωρίζω
a cleft, division, Luc.