χρυσωρύχιον
English (LSJ)
v. χρυσωρυχεῖον.
German (Pape)
[Seite 1383] τό, v. l. von χρυσωρυχεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσωρύχιον: -ωρυχεῖον, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 124. 4.
Greek Monolingual
τὸ, Α χρυσωρύχος
το χρυσωρυχείο.
v. χρυσωρυχεῖον.
[Seite 1383] τό, v. l. von χρυσωρυχεῖον.
χρῡσωρύχιον: -ωρυχεῖον, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 124. 4.
τὸ, Α χρυσωρύχος
το χρυσωρυχείο.