χρυσωρυχείο
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
Greek Monolingual
το / χρυσωρυχεῖον, ΝΜΑ χρυσωρύχος
ορυχείο χρυσού
νεοελλ.
μτφ. πηγή άφθονου πλούτου («η δουλειά αυτή είναι σωστό χρυσωρυχείο»).