χρυσωρυχείο
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Greek Monolingual
το / χρυσωρυχεῖον, ΝΜΑ χρυσωρύχος
ορυχείο χρυσού
νεοελλ.
μτφ. πηγή άφθονου πλούτου («η δουλειά αυτή είναι σωστό χρυσωρυχείο»).