Φερσεφόνη

From LSJ
Revision as of 11:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek (Liddell-Scott)

Φερσεφόνη: ποιητικ. ἀντὶ Περσεφόνη, συχν. παρὰ Πινδ. Φερσεφόνεια Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monotonic

Φερσεφόνη: ποιητ. αντί Περσεφόνη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

Φερσεφόνη: дор. Φερσεφόνᾱ ἡ Pind. = Περσεφόνη.