πρωτέκδικος

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek (Liddell-Scott)

πρωτέκδῐκος: ὁ, ὁ πρῶτος δικαστής· πρωτεκδικέω, ἐνεργῶ ὡς πρ. - πρωτεκδικικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρωτέκδικον. -πρωτεκδικεῖον, τό, τὸ δικαστήριον τοῦ πρ.· - λέξεις τῶν Βυζαντ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
ο πρώτος δικαστής
νεοελλ.
εκκλ. (ως τίτλος που απονέμεται σε πρεσβύτερο ή διάκονο) ο πρώτος μεταξύ τών εκδίκων, τών εκκλησιαστικών αξιωματούχων που είναι εξουσιοδοτημένοι να υπερασπίζουν τα συμφέροντα της Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ἔκδικος.