ἀρτοπώλης
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
English (LSJ)
ου, ὁ, A baker, AJA18.33 (Sardes, iii A.D.), Poll.7.21.
German (Pape)
[Seite 363] ὁ, der Brotverkäufer, Poll. 7, 21.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de pan, panadero, PRyl.167.22 (I d.C.), Philostr.VS 526, ἀ. πολειτικός panadero municipal, Sardis 166.4 (III d.C.), cf. PFlor.100.45 (III d.C.), PBerl.Borkowski A2.15 (III/IV d.C.), cf. Poll.7.21.
Greek Monolingual
ο (Α άρτοπώλης) αρτόπωλις
αυτός που πουλά άρτο.