ἀποκάλυφος
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
[κ], ον, A uncovered, κεφαλή Ph.1.141 (s.v.l.); ἀ. αἰγιαλός land cultivable only when the water receded, BGU640, CPR 32.7 (s. v.l.); ὀψ[ί]μως ἀποκάλυφο (ι) (α) ρουραἰ ε CPHerm.45.6.
Spanish (DGE)
-ον
descubierto ἡ κεφαλή Ph.1.141, de la tierra cultivable sólo cuando baja el agua del Nilo CPHerm.45.6, PRoss.Georg.2.42.2.12, pero cf. ἀποκαλύπτω I 1.