σφηκοφωλιά

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

και σφηγκοφωλιά και λόγιος τ. σφηκοφωλέα, Ν
1. φωλιά σφηκών
2. μτφ. α) ομάδα ύποπτων ατόμων
β) τόπος όπου συχνάζουν ύποπτα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός / σφήκα + φωλέα / φωλιά].