σφηκοφωλιά
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
και σφηγκοφωλιά και λόγιος τ. σφηκοφωλέα, Ν
1. φωλιά σφηκών
2. μτφ. α) ομάδα ύποπτων ατόμων
β) τόπος όπου συχνάζουν ύποπτα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός / σφήκα + φωλέα / φωλιά].