κύκλωση
Greek Monolingual
η (AM κύκλωσις) [[[κυκλώ]] (II)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυκλώνω, περικύκλωση
2. (ειδ.) το κλείσιμο του εχθρού σε κλοιό, η περίσφιγξή του απ' όλες τις πλευρές (α. «συντελέστηκε η κύκλωση και η αποκοπή του φρουρίου» β. «πρὶν καὶ τὴν πλέονα κύκλωσιν σφῶν αὐτῶν προσμεῑξαι» — προτού [τα άλλα τμήματα τών βαρβάρων] συνενωθούν και ολοκληρώσουν την περικύκλωσή τους, Θουκ.
γ. «τοὺς ἱππεῑς... ἡτοιμάκει πρὸς κύκλωσιν», Πολ.)
νεοελλ.
βοτ. η κίνηση τών σωματίων του κυτταροπλάσματος τών ζωικών και φυτικών κυττάρων, η οποία είναι συνεχής όσο το κύτταρο παραμένει ζωντανό
αρχ.
1. θέση κατάλληλη για να επιτευχθεί η περικύκλωση του εχθρού
2. αστρον. περιστροφική κίνηση τών ουράνιων σωμάτων
3. φρ. «παρέχω κύκλωσιν» — παρατάσσω τον στρατό έτσι ώστε να επιτευχθεί η περικύκλωση του εχθρού («τοσούτω πλήθει τών βαρβάρων λειπόμενος οὐ παρέσχε κύκλωσιν», Πλούτ.).