κυκλώνω

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source

Greek Monolingual

(AM κυκλῶ, -όω, Μ και κυκλώνω) κύκλος
1. περιβάλλω απ' όλες τις πλευρές, περιτριγυρίζω («'Ωκεανός... κυκλοῖ χθόνα», Ευρ.)
2. σχηματίζω κλοιό γύρω από κάτι ή κάποιον, περικυκλώνω (α. «η αστυνομία έχει κυκλώσει το σπίτι» β. «πόλιν... κυκλώσας "Αρει φονίῴ», Ευρ.
γ. «Ἀργέϊοι δὲ πόλισμα Κάδμου κυκλοῦνται», Αισχύλ.)
αρχ.
1. (παθ. και ενεργ.) κυκλοῦμαι, -όομαι και κυκλῶ, -όω
γυρίζω γύρω γύρω από κάτι, κινούμαι ή χορεύω κυκλικά (α. «ἀκλαυτεί περί βωμὸν κυκλώσασθαι», Καλλ.
β. «καὶ κυκλώσω τὸ θυσιαστήριὸν σου, Κύριε», ΠΔ)
2. περιστρέφω ή στροβιλίζω κάτι
3. σχηματίζω καμπύλη σε κάτι, καμπυλώνω, δίνω κυκλικό σχήμα
4. σκάβω κάτι δίνοντάς του κυκλικό σχήμα.