κυκλώνω
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Greek Monolingual
(AM κυκλῶ, -όω, Μ και κυκλώνω) κύκλος
1. περιβάλλω απ' όλες τις πλευρές, περιτριγυρίζω («'Ωκεανός... κυκλοῖ χθόνα», Ευρ.)
2. σχηματίζω κλοιό γύρω από κάτι ή κάποιον, περικυκλώνω (α. «η αστυνομία έχει κυκλώσει το σπίτι» β. «πόλιν... κυκλώσας "Αρει φονίῴ», Ευρ.
γ. «Ἀργέϊοι δὲ πόλισμα Κάδμου κυκλοῦνται», Αισχύλ.)
αρχ.
1. (παθ. και ενεργ.) κυκλοῦμαι, -όομαι και κυκλῶ, -όω
γυρίζω γύρω γύρω από κάτι, κινούμαι ή χορεύω κυκλικά (α. «ἀκλαυτεί περί βωμὸν κυκλώσασθαι», Καλλ.
β. «καὶ κυκλώσω τὸ θυσιαστήριὸν σου, Κύριε», ΠΔ)
2. περιστρέφω ή στροβιλίζω κάτι
3. σχηματίζω καμπύλη σε κάτι, καμπυλώνω, δίνω κυκλικό σχήμα
4. σκάβω κάτι δίνοντάς του κυκλικό σχήμα.