συνεξηγούμαι

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

-έομαι, Α
ερμηνεύω, εξηγώ εκ παραλλήλου («συνεξηγούμενον γὰρ ἔχει τὸ γένος ἡ δεῑξις», Απολλ. Δύσκ.).

Greek Monolingual

-έομαι, Α
ερμηνεύω, εξηγώ εκ παραλλήλου («συνεξηγούμενον γὰρ ἔχει τὸ γένος ἡ δεῑξις», Απολλ. Δύσκ.).