Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
ἑνοειδής, -ές (AM)
1. ενιαίος, μονοειδής, μοναδικός, απλός
2. αυτός που μοιάζει με κάτι ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῑς
ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», Ησύχ.).
επίρρ...
ἑνοειδῶς
μονοειδώς, μονομόρφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + -ειδής < είδος].