ἑνοειδής
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
English (LSJ)
ἑνοειδές,
A single, simple, φωνή Nicom.Harm.12.
II resembling, having the form of unity, Plot.6.9.5, Jul.Or.4.139b, al., Procl.in Prm.p.540 S., etc.; opp. πληθοειδής, Dam.Pr.45: Comp., ib.38, Procl.Inst.62: Sup., Id.in R.1.177. Adv. ἑνοειδῶς Jul.Or.4.143b, Nicom.Ar.1.6, Iamb.Myst. 1.3, Dam.Pr.237.
Spanish (DGE)
-ές
I 1fil. cuya esencia es la unidad, esencialmente uno ἄσχιστον ... καὶ ἑ. τὸ ἴσον Speus.28.46, op. ‘múltiple’ τὸ μὲν κατὰ τὸ ἐν αὐτῇ (ψυχῇ) ἑ., τὸ δὲ κατὰ τὸ πληθυόμενον Xenocrates 189, cf. Iul.Or.8.166c
•que tiene como forma la unidad πᾶσα ἡ σειρὰ τῶν θεῶν ἑ. Procl.Inst.119, op. πληθοειδής Dam.Pr.45, δυνάμεις Dion.Ar.CH 15.8
•ἑνοειδεῖς· ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι Hsch.
2 mús. unificado, al unísono ὥστε ἑνοειδῆ τὴν ἐξ αὐτῶν φωνὴν γενέσθαι καὶ οἷον μίαν Nicom.Harm.12.
II adv. ἑνοειδῶς unitariamente, manteniendo la unidad τὰ πρώτιστα εἴδη ... διηρμοσμένα ἀλλήλοις ἀχωρίστως καὶ ἑνοειδῶς Nicom.Ar.1.6, cf. Theol.Ar.42, (θεοὶ) πληθυνόμενοι μὲν ... περὶ αὐτὸν δὲ ἑ. ὄντες Iul.Or.11.143b, ἑ. ἐνεργεῖ Olymp.in Phd.46.
German (Pape)
[Seite 849] ές, einfach, Iambl. u. a. Sp., auch im adv. ἑνοειδῶς.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνοειδής: -ές, ἑνιαῖος, μοναδικός, ἁπλοῦς, Διον. Ἀρεοπ. 154Β. - Ἐπίρρ. ἑνοειδῶς Ἰαμβλ. Μυστ. 1. 18.
Greek Monolingual
ἑνοειδής, -ές (AM)
1. ενιαίος, μονοειδής, μοναδικός, απλός
2. αυτός που μοιάζει με κάτι ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῖς
ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», Ησύχ.).
επίρρ...
ἑνοειδῶς
μονοειδώς, μονομόρφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + -ειδής < είδος].